σκυλάς

σκυλάς
ο, θηλ. σκυλού, Ν
(ιδιωμ.)
1. λαϊκός τραγουδιστής που ερμηνεύει τραγούδια κατώτερης ποιότητας σε σκυλάδικο
2. άτομο που συχνάζει σε κέντρα με μουσική κατώτερης ποιότητας, σε σκυλάδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. -άς (πρβλ. ροκ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σκύλας — Σκύλᾱς , Σκύλης masc acc pl Σκύλᾱς , Σκύλης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλας — σκύ̱λᾱς , σκύλλω torn aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) σκύλᾱς , σκυλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… …   Dictionary of Greek

  • σκυλάδικο — το, Ν (ιδιωμ.) λαϊκό νυκτερινό κέντρο με μουσική κατώτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλας + κατάλ. άδικο (πρβλ. ρολογ άδικο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”