- σκυλάς
- ο, θηλ. σκυλού, Ν(ιδιωμ.)1. λαϊκός τραγουδιστής που ερμηνεύει τραγούδια κατώτερης ποιότητας σε σκυλάδικο2. άτομο που συχνάζει σε κέντρα με μουσική κατώτερης ποιότητας, σε σκυλάδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. -άς (πρβλ. ροκ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.